ξυλοφάγα

ξυλοφάγα
ξυλοφάγος
eating wood
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυλοφάγα — (xyhphaga). Με τη γενική αυτή ονομασία χαρακτηρίζονται τα ζώα που τρέφονται από το ξύλο. Είναι ξ. μερικά δίθυρα μαλάκια, όπως οι τερηδόνες, και πολλά έντομα, όπως τα ανόβια (βλ. λ.) και οι τερμίτες (βλ. λ.). Ενώ οι τερηδόνες χωνεύουν την… …   Dictionary of Greek

  • ισόπτερα — Τάξη εντόμων που αποτελείται αποκλειστικά από τη μεγάλη και σημαντική ομάδα των τερμιτών. Τα διάφορα γένη της τάξης αυτής χαρακτηρίζονται από την πολυσύνθετη κοινωνική τους οργάνωση και από τον έντονο πολυμορφισμό τους. Βλ. λ. τερμίτες. * * * τα… …   Dictionary of Greek

  • πισσώδης — (pissodes). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές και είναι έντομα ξυλοφάγα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν αποκλειστικά τα ρητινοφόρα δέντρα και προκαλούν ζημιές. Υπάρχουν πολλά είδη π., όπως οπ. του… …   Dictionary of Greek

  • τερμίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τερμίτες ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές τής Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με… …   Dictionary of Greek

  • λειριόδεντρο — Κοινή ονομασία του είδους Liriodendron tulipifera. Πρόκειται για δικοτυλήδονο δέντρο της οικογένειας των μαγνολιιδών. Ο κορμός του είναι χοντρός με γκριζωπό φλοιό και επιμήκη σχισίματα. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, μακρόμισχα, χαρακτηριστικά …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει το ξύλο: Ξυλοφάγα σκουλήκια. 2. ξυλουργικό εργαλείο για το φάγωμα, τρίψιμο του ξύλου, αλλ. ράσπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”